- αμφορεύς
- ἀμφορεύς (-έως), ο (Α)βλ. αμφορέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφορεύς — jar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῖς — ἀμφορεύς jar masc acc pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆ — ἀμφορεύς jar masc nom/voc/acc dual ἀμφορεύς jar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆς — ἀμφορεύς jar masc nom pl ἀμφορεύς jar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορέων — ἀμφορεύς jar masc gen pl ἀμφορέω̆ν , ἀμφορεύς jar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῖ — ἀμφορεύς jar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦ — ἀμφορεύς jar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσι — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορεῦσιν — ἀμφορεύς jar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφορῆας — ἀμφορεύς jar masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)